Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Τέχνη και λαός-



Το «ξύπνημα»

Του Ματθαίου Χ.Ανδρεάδη

Μου έλεγε τις προάλλες πολύτιμος Κορίνθιος φίλος,στην ανιδιοτελή κρίση και σοφία του οποίου έχω πλήρη εμπιστοσύνη:
-Απ΄την στιγμή που οι άνθρωποι,και οι Ελληνες, βέβαια,στην πλειονότητά τους,έπαψαν να καλλιεργούν την ύπαιθρη χώρα,και στριμώχτηκαν,οι πιο πολλοι, στις πολυκατοικίες των πόλεων,ειναι γνωστό, πως μεταλλάχτηκαν σε πολίτες.
Ο "Πολίτης" του Γ.Γουγά (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ξαίρει να γράφει, και αυτό σήμερα,και οχι μόνο στη δημοσιογραφία,δεν ειναι λίγο),μας παραπέμπει στις λέξεις "Πόλι" και "Πολιτισμό".
Οι άνθρωποι, πάντοτε, προσπαθούσαν να εκφρασθούν πολιτιστικά, καλλιεργώντας τις Τέχνες και σπουδάζοντας τα Γράμματα, αφου Πολιτισμός, σημαίνει καλλιέργεια,δηλαδή κουλτούρα,(και καταγωγικά agricultura).
Οι πρώτοι πολιτισμοί,άλλωστε,ήσαν φωνητικοακουστικοί, της υπαίθρου, πολιτισμοί, με κυρίαρχους τους ήχους και τις φωνές.Στον σημερινό οπτικοακουστικό πολιτισμό πρωταγωνιστεί η εικόνα και δευτερευόντως ο λόγος.
Τον πρώτο καιρό, οι άνθρωποι,απέδιδαν πολύ μεγάλη δύναμη στις λέξεις απ' ο,τι αργότερα στις λέξεις της γραφής (και σήμερα στις εξυπονοούμενες της εικόνας).
Ο θεός-βασιλέας (στον Φαίδρο του Πλάτωνα) πού δέν ήξερε νά γράφει, μιλούσε έλεγε, υπαγόρευε και ο λόγος του αρκούσε. Την προσωκρατική (προ παντός) εποχή,όλοι οι ποιητές,οι φιλόσοφοι, οι νομοθέτες,οι επιστήμονες, οπως ο Ηράκλειτος και άλλοι,ησαν και μουσικοί. Σ'αυτή την ενότητα ομιλίας και μέλους βασίσθηκε η δύναμη του λόγου. Το ίδιο και μετέπειτα, εως στα σήμερα,με το τραγούδι,που,αν εχει ποιότητα, ειναι ηδυσμένος λόγος,
Η φωνή του ακουσμένου Λόγου,που,εν Αρχή, «έπλήρωσε τας ακοάς» του ανθρώπου (σιωπηλή,βουβή, άηχη και άφωνη,έκτοτε, μέσα του),διαμορφώνει,μέχρι και σήμερα, τη συνείδησή του,αφού τον Λόγο αυτόν, δεν παύει να επεξεργάζεται,ο άνθρωπος, και στον δικό του λόγο,και στις φωνές του,και στη σιωπή του.
Ωστόσο, κατά τον Ηράκλειτο, μολονότι ο Λόγος ειναι αιώνιος, οι άνθρωποι γίνονται ασύνετοι και πρίν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι έγιναν «νωθροί ταις ακοαίς» αφού δε έχουν «γεγυμνασμένα» τα αίσθητήρια τους.
Εδώ τίθεται θέμα δημιουργίας κριτηρίων,για να μπορούμε να διακρίνουμε, πρό παντός στον σημερινό μας, θορυβώδη, φωνητικο-τραγουδιστικό πολιτισμό μας, αυτά,που συνεχίζουν να μας σερβί ρουν διάφοροι μεταπράτες,ως ποιότητες,ενώ τις πιο πολλές φορές ειναι πολιτιστικά σκουπίδια,σ'ολες τις μορφές της Τέχνης και των Γραμμάτων.Τέτοια «καταναλωτικά πολιτιστικά προϊόντα» φερμένα, κυρίως, απ΄την «πολιτιστική πρωτεύουσά» μας, δεν μπορέσαμε ν' αποφύγουμε να γευθούμε, ανύποπτοι, όπως πάντα, και εφέτος, προερχόμενα και απ' τη θεατρική και τη μουσική μας τέχνη,με δρώμενα και ακούσματα,που,βέβαια, δεν παραπέμπουν στους «αμόρφωτους» των πρώτων πολιτισμών, όπως πιστεύουν οι «μορφωμένοι» σημερινοί αδαείς, γιατί εκείνοι ήσαν πολιτισμοί πολύ υψηλής ποιότητος,αλλά οπωσδήποτε σε σύγχρονες υποκουλ τούρες,όπου κατά μυριάδες επιπλέουν οι «έξυπνοι» ατάλαντοι και αγράμματοι.
Και αυτά ασφαλώς δεν γνωρίζω αν «ξυπνούν» τους έχοντες «νωθρά τα ώτα»,ή τους σκόπιμα υπνωτιζόμενους υπήκοους του τόπου τούτου.
Αυτές τις πρώτες σκέψεις διετύπωσε ο Κορίνθιος,όπως μου εξήγησε,όταν διάβασε τα γραφόμενα του εκδότη του «Πολίτη»,στην στήλη αυτή,τα πιο πολλά των οποίων αφορούσαν τις φετεινές πολιτιστικές εκδηλώσεις,στην Κόρινθο και γενικώτερα στον νομό,με την περίφημη κατάληξη: «Ξυπνάμε»...Αλλά θα χρειασθεί να επανέλθω.
Δημοσιεύθηκε την 5.9.2003

***
Μια μουσική απόλαυση...

Του Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη


Κορίνθιος,έχοντας εμπειρίες,ως ακροατής,κυρίως (όχι μόνο των φετινών θερινών) μουσικών και άλλων εκδηλώσεων στην περιφέρεια και στα άστεα του τόπου, διαβάζοντας το περί δρώμενων και ακουόμενων μικρό μου κείμενο,το οποίο δημοσιεύθηκε στη στήλη αυτή,έθεσε ένα καίριο ερώτημα: Πώς απολαμβάνει κανείς ένα έργο Τέχνης;
Στο ερώτημα αυτό,υπαγόμενο στη γενική εκείνη κατηγορία των προβληματισμών,που βασανίζουν επί χιλιετίες τον άνθρωπο,εχει,βέβαια,επιδιωχθεί,κατά καιρούς,να δοθούν ουσιαστικές,εν πολλοίς,απαντήσεις,πλήν όμως,ωφέλι μη χρήση των απαντήσεων αυτών,έχουν κάνει,όπως έχει δείξει η ιστορία του πολιτισμού,σπάνια οι γενηές,που τις αφορούσαν,δηλαδή, αυτες οι οποίες και βασανίσθηκαν θέτοντας τα ερωτήματα αυτά.
Οι ωριμασμένες συνειδήσεις,ωστόσο,αναζητούσαν, πάντοτε ουσιαστικές απαντήσεις, για τα προβλήματα Τέχνης, καθ' όλες τις εποχές,έκτοτε και μέχρι σήμερα.
Ο αναγνώστης λοιπόν,που ψάχνεται,οπως φαίνεται απ' τα παραπάνω,θα μπορούσε,προβληματιζόμενος,ν' αναζητήσει απαντήσεις μεσα απ' τον πολιτιστικό αμητό.
Σ' αυτό,άλλωστε,τείνει και η δική μου εδώ απαντητική προσπάθεια (όσο γίνεται μπορετό,μέσα στα στενά περιθώρια, που προσφέρει ο χώρος αυτός) να τονίσω,δηλαδή, ορι σμένα ψήγματα ουσίας,τα οποια,κατά καιρούς,και απ' τα παλαιά, έχουν δοθεί και συνεχίζουν να δίνονται,σχετικά, και που αφορούν σε ολόκληρο τον άνθρωπο,και οχι σ'ενα μέρος του, όπως,λόγου χάρη,στον ενστικτώδη άνθρωπο μόνο,ή στο υποσυνείδητο ή και στο ασυνείδητο απλώς,ή στο Εγώ του και στις απαιτήσεις του συρμού,ο οποίος εχει αρχίσει,κυρίως, με το περίφημο των λατίνων,που ισχύει ενισχυμένο,μάλιστα,και στο σύγχρονο μεταμοντερνισμό της Τέχνης και της ζωής: De gustibus et coloribus non disputandum.
O Πλάτων είχε διατυπώσει τον κανόνα:Οι άνθρωποι πρέπει να επιδιώκουν να έρχονται σε επαφή με τα ακούσματα,που ειναι ποιοτικώς ανώτερα απ΄τα γούστα τους,ώστε να μεταποιήσουν, βελτιώνοντας,την καλαισθησία τους (Νόμοι 659 c.d).΄Αρα οχι η θελκτικότητα,και η "ατακτος ηδονή",κατά τα πάθη,ιδιαίτερα αυτά,που προκύπτουν απ' τους χαώδεις εωτερικούς κόσμους του ανθρώπου (σύμφωνα με τις μόδες και τη συμβατικότητα,θά λέγαμε σήμερα).Η μουσική,κατά τον Πλάτωνα,συνυφαίνεται, άρρηκτα με την πνευματική ευχαρίστηση.Μετά τους αυστηρά πραγματιστές Λατίνους στα Αναγεννησιακά χρόνια, ο Πλατωνισμός βρήκε,πάλι,την ουσιαστική του θέση.
΄Εκτοτε και οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί της Ευρώπης του πολιτισμού,έχουν δώσει την απάντηση στο νόημα,που παρέχει η Τέχνη,(ιδιαίτερα η μουσική)οχι,βέβαια, στη ζωώδη ικανοποίηση.΄Ετσι και ο Guido d'Arezzo: Musici sciunt qude componit musica,canti dicunt (Oι μουσικοί καταλαβαίνουν τη μουσική σύνθεση,οι τραγουδιστές ηχοποιούν-απηχώντας,εδώ μάλλον τον Πλάτωνα,απ΄τον Φαίδρο,254Α)και ο Ορθόδοξος της Ανατολής: «Ο άνθρωπος ψάλλων και άδων ακοή τε και νουν επάγεται».΄Ολα αυτά συνοψίζονται στο οτι ο νοών,άρα ο γνωρίζων στην Τέχνη, μπορεί να οδηγηθεί σε κατάσταση αισθητικής ενατενίσεως και γνήσιας άπολαύσεως, εκει δηλαδή, όπου ό νούς αρπάζεται και υψώνεται πάνω από την επιθυμία καί την απέχθεια,όπως έχει γράψει κάποιος σύγχρονος, αληθινός μύστης της Τέχνης.Κάτω απ΄το φως αυτό,γίνεται κατανοητό και το ερώτημα,που έθετε έκπληκτος για τους ξένους επι σκέπτες του και ο Ινδιάνος της Αμερικής:Πως είναι δυνατόν να να τους αρέσουν τα τραγούδια μας,τη στιγμή που αγνοούν το πνευματικό τους περιεχόμενο;
Αν ωστόσο,δεν θέλουμε να είναι έτσι τα πράγματα,αρκούμενοι στην παθητική στάση απέναντι στην Τεχνη,γενικά, ικανοποιώντας τις ανεπεξέργαστες,μάλιστα αισθήσεις μας,στη βιολογική τους ερεθιστικότητα,είναι σίγουρο,πως καταντούμε στην καλλίτερη περίπτωση, εραστές,όπως λέει ο Πλάτων,των ωραίων απλώς χρωμάτων και ήχων (Πολιτεία 476Β),που ελάχιστη σχέση έχουν με την Τέχνη καθ' εαυτήν,στη σημερινή δε περίπτωση,με την κατάχρηση της όποιας μορφής τέχνης,διεγέρτες του συναισθήματος χάριν του συναισθήματος,δηλαδή της απολαύσεως αυτης καθ' εαυτήν,που δεν είναι άλλη,παρά μια μορφή αυνανισμού,όπως θά έλεγε,(ερεθίζοντας, έτσι, και τους, ομόλεκτους, της καθομιλουμένης,σημερινούς έλληνες),ο Aldus Huxley...
Δημοσιεύθηκε την 19.9.2003

***
Η απόλαυση στην Τέχνη και το "γούστο" του "φαστ -φούντ"
Του Ματθαίου Χ. ΄Ανδρεάδη


Η κατάληξη του προηγουμένου μου σημειώματος, που αφορούσε στη μουσική απόλαυση,δεν είναι πρός σκανδαλισμό.
Βέβαια,χρησιμοθηρικοί-καταναλωτές προϊόντων της σύγχρονης ακαταλαβίστικης,στη γενικότητά της,πλήν "γουστόζας" τέχνης, μπορούν,χωρίς να μπερδεύουν τα πράγματα,να υποστηρίζουν το "γούστο" τους.Το κείμενό μου όμως δεν προσφέρεται για α- νόητες και χωρίς λόγο,όπως επι του προκειμένου,παρεξηγήσεις.
Ιστορικά,το "γούστο" υπήρξε,ασφαλώς,ιδιότητα ορισμένων κοσμικών θαμώνων της αυλής, ύστερα πολιτιστική ανάγκη αυτών, που αποκλήθηκαν "mίdd1e cIass",αργότερα των "ερασιτεχνών",για να εμφανισθεί,στη συνέχεια,ως "καλό(γούστο" και όχι μια a priori αρχή της "δυνάμεως να κρίνεις", όπως πίστευε ο Κant),όμως κατέληξε σ'αυτό,που δηλώνει:Ευαρέσκεια ή απαρέσκεια,"μου αρέσει","δεν μου αρέσει".
Σήμερα,όπως έχει επισημανθεί και απο μοντέρνους πανεπιστημιακούς,"τα νέα στρώματα της κοινωνίας,στα οποία, ανήκουν και μισθωτοί και νέο προλετάριοι,διεκδικούν την κοινωνική τους «διάκριση» μέσω της ιδεολογικής, πολιτιστικής και «αισθητικής» ενσωμάτωσής τους στο ανώτερο» κοινωνικό στρώμα των (μικρο)αστών,προβάλλοντας το ατομικό-υποκειμενικό τους «γούστο».
Και η ισοπεδωτική σύγχυση του "πνευματικού" (culture) και "υλικού" (civilisation) πολιτισμού,βοηθάει ώστε τα πολιτιστικά αγαθά,να έχουν γίνει εμπορικά και να θεωρούνται,οιονεί "φαγώσιμα" προϊόντα,σύμφωνα με των καταναλωτών τα "γούστα", αφου gusto (λατινικά gustus) ίσον "γεύση".
Για να κλείσω,συνοπτικά, το θέμα:
Η κατάληξη του προηγούμενου σημειώματός μου, βρίσκει τη δικαίωσή της,ανάμεσα σ' άλλα,και στη "μουσική" των άρρυθμων θορύβων,των κρότων,και των μακρόσυρτων συρμών,στο χώρο δηλαδή σημερινών μουσικών εκδηλώσεων,όπου,όπως έχει επισημανθεί,ακούγονται,επι πλέον και τα «ρυθμικά» και φραστικά των σύγχρονων τραγουδιών υπονοούμενα για πράξεις συνεύρεσης (βογγητά,αναστεναγμοί σχεδόν υπόηχοι, κραυγούλες,ηδονιστικής σκοπιμότητας για την πρόκληση διεγερτικών ερεθισμών κ.λπ.όμοια),που απευ θύνονται σε μισο-αποχαυνωμένους «ακροατές».
Λίγες λέξεις ακόμα,για το "γούστο":΄Ολοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως,οι οποίοι φροντίζουν και επεξεργάζονται, εκτος των άλλων,τις αισθήσεις τους,μπορούν ν' αναπτυχθούν για να γνωρίσουν την ουσία της Τέχνης,υπό μία προϋπόθεση:Οτι θέλουν ν'αποδυθούν στη μεγάλη αυτή προσπάθεια.
Είδαμε,πολύ λίγα,για την επεξεργασμένη αίσθηση της ακοής, που αφορά εδω τη Μουσική,και που μπορεί να οδηγήσει στη γνώση.Αλλά και με τις άλλες αισθήσεις, επεξεργασμένες βέβαια,το ίδιο συμβαίνει,όπως,λόγου χάρη,με την όραση,λέξη που προέρχεται απ΄ το γνωρίζω,(ιδέσθαι, απ΄το ειδέναι) κ.λ.π.
Είναι,πραγματικά,πολύ δύσκολο,οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι του εντατικού ρυθμού γι' απόλαυση καταναλωτικών αγαθών,να θελήσουν την οργάνωση ισορροπιστικού προσωπικού,επαγγελματικού και συντροφικού-οικογενειακού βίου, για ένα ξεκίνημα στο δρόμο για την υλοποίηση της θελήσεώς τους προς απόλαυση των ύψιστων αγαθών της ουσιαστικής Τέχνης, διότι απαιτείται βαρύ προσωπικό τίμημα, όχι,βέβαια,της αγοράς..
Η Τέχνη (για να κλείσω) δεν προσφέρει σαν "φασφουντάδικο",αντί χρηματικού τιμήματος,τα αγαθά της ως προϊόντα προς κατανάλωση,κατά τις μόδες και τα ρεύματα των καιρών.Είναι στόχος προς κατάκτηση,με τίμημα μεγάλο, που το καταβάλλει ο καθένας,ο οποίος θέλει να φθάσει σ' αυτήν.Και το πρώτο που απαιτεί,προς τούτο,είναι η απόφαση,για μια μακρόχρονη προετοιμασία στην οποία επιθυμεί ν'αφιερωθεί,για να γνωρίσει.
Δημοσιεύθηκε την 26η .9.2003

***

Της Κορινθίας τ'αρχαία θέατρα ως σύγχρονοι μουσικοί τόποι

Του ανήσυχου φίλου μαέστρου Αλέξανδρου,που ως οι
Ελληνο-Σύροι μάστορες της Παλμύρας,έφτιαχναν μωσαϊκά
γεωμετρικά σχήματα και καλλιτεχνικούς τάπητες,πασχίζει και
αυτός,με τις ψηφίδες του,στο σύγχρονο μουσικο-πολιτιστικό
μωσαϊκό του τόπου των Μουσιαρίων (οπαδών των Μουσών).


Του Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη

΄Ενας απ΄τους πιο σημαντικούς μαέστρους της εποχής μας, ο Κούρτ Μαζούρ,διευθυντής της συμφωνικής ορχήστρας της Γαλλίας,δεν είναι ασφαλώς ο μόνος,που μιλάει,σέ συνέντευξη, που έδωσε στην Αθήνα την 23 Σεπτεμβρίου,οτι με τη Μουσική μπορείς ν'αναζητήσεις το βαθύτερο νόημα της ζωής.Ούτε και απ'τους λιγώτερο αρμόδιους οι οποίοι,υποστηρίζουν,οτι πέρα απ'την ψυχαγωγία,που παρέχουν, τα σύγχρονα ακούσματα, οπως λόγου χάρη,τα αμερικανικά ή άλλα hits,υπάρχει ανάγκη να γίνει στόχος των μουσικών και του κοινού,η επίμονη σπουδή της σοβαρής-κλασικής μουσικής,ιδιαίτερα απ'τους νέους,αφού στη μουσική αυτή,οπως λέει,υπάρχει η ομορφιά της ζωής,στην οποια και πρέπει να είμαστε ευασθητοποιημένοι.Ο Κούρτ Μαζούρ,όμως ειναι απ΄τους λίγους εκείνους, οι οποιοι ζητούν,η ομορφιά,και η ποίηση ζωής,που βρίσκεται στη μουσική παιδεία, ν'ακούγεται στα αρχαία ελληνικά αμφιθέατρα,σ'αυτούς τους χώρους,όπως πρόσθεσε,οι οποιοι βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τη φύση,και έχουν πολύ καλή ακουστική,ακόμη κι'άν παρεμβάλλονται κάποιοι ήχοι.Εκει,μέσα σε αυθεντικούς ήχους,τόνισε,θα μπορούσαν να εκτελεσθούν σπουδαία μουσικά έργα.
Η κατάληξη αυτή του μεγάλου μαέστρου δίνει την ευκαιρία για μια αναφορά στη μουσικότητα των αρχαίων θεατρικών χώρων (και της Κορινθίας,ασφαλώς,οι οποιοι κείνται στις περιοχές της Αρχαίας Κορίνθου,της αρχαίας Σικυωνίας-Βασιλικό,στη Νεμέα, στην ΄Ισθμία και αλλού.
Την πλήρη λειτουργικότητα βέβαια,των χώρων αυτων,οι σύγχρονοι,έχουν αντικαταστήσει με κλειστές αίθουσες-δυσεύρετες στην Κόρινθο-απο πολύ καιρό πρίν,τώρα δε τελευταία,με πρόχειρες υπαίθριες κατασκευές,για συρροή των νεοελλήνων προς διασκέδαση, παντού και στην περιοχή μας).
Δεν ειναι,λοιπόν,ευρύτερα γνωστό,πώς τ'αρχαία θέατρα, κατασκευάζονταν ακριβώς για τη μουσικότητά τους.Και οτι πετύχαιναν τη μουσικότητα αυτή,τοποθετώντας,με μαθηματικές αναλογίες,και με το στόμιο πρός τη σκηνή, χάλκινα δοχεία, διαφορετικού μεγέθους,που ανέβαιναν από τη βάση του θεάτρου πρός τα θεωρεία και καθ’όλο το μήκος των κερκίδων.
Οτι,συγκεκριμένα,στά δύο άκρα,στη σκηνή και στη βάση, τοποθετούσαν δυο δοχεία,που έδιναν τον τόνο της τελευταίας, οξύτερης,χορδής της λύρας,(νήτης υπερβολαίων),έπειτα της παραμέσης (νήτης διεζευγμένων) της μέσης (νήτης συνημμένων) και υπάτης,ενω στη μέση της δυσδιαπασών ένα δοχείο πού ανέκρουε τον τόνο της υπάτης υπάτων.
Σύμφωνα μ'αυτούς τους υπολογισμούς η φωνή,ανερχόμενη απ' τη σκηνή σαν από κέντρο,αφού έκρουε τα κουφώματα των διαφόρων δοχείων,δημιουργούσε μια εξαιρετική καθαρότητα τόνου,και δια της συμφωνίας μια ένηχη αρμονία. Μ'αυτό τον τρόπο το θέατρο γινόταν ένα τεράστιο μουσικό όργανο, ένας μουσικός κοχλίας, πού ένηχούσε εναρμόνιους φθόγγους στις κερκίδες του,οι οποίες και ανέκρουαν καλλίφθογγους τόνους. Το θέατρο, ως ένηχο όργανο, τεμνόταν κάθετα από τη βάση του στη σκηνή, με καλλίφθογγες κερκίδες,τις κερκίδες αοιδούς του Αριστοφάνη.
Στο πέμπτο και στο όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου του Βιτρούβιου De Architectura,υπάρχουν κείμενα του μαθητή του Αριστοτέλη Αριστόξενου,ο οποίος πραγματεύεται τα περί μουσικής και ακουστικής σε σχέση με τους τόπους όπου κτίζονταν τα θέατρα. Και ιδανικός τόπος ηταν εκείνος όπου ή φωνή πέφτει με φυσικό τρόπο και φθάνει στο αυτί χωρίς τη μεσολάβηση ξένων ήχων.Και στον συνηχούντα αυτόν τόπο η φωνή ανέρχεται ενισχυμένη απ' το έδαφος με πληρότητα τέλειου ήχου και φθάνει στο αυτί με καθαρούς, εύγλωττους φθόγγους.Με αυτούς τους θεατρομουσικούς όρους μίλησαν ως γνωστόν,και οί Πατέρες της Ορθοδοξίας για να μας διδάξουν την ενήχηση του λόγου μέσα μας.Αλλά γι΄αυτά άλλη φορά.
Δημοσιεύθηκε στο φ.22/3.10.2003

***

Ο "Ξεπεσμένος δερβίσης" και η μουσική "κάθαρση"
Του Ματθαίου Χ.΄Ανδρεάδη

Ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,ο "άγιος των γραμμάτων" μας,όπως έχει αποκληθεί,το αγλάϊσμα της σύγχρονης λόγιας Ορθοδοξίας,σ' ενα διήγημά του,δημοσιευμένο στην εφημερίδα " Ακρόπολη" του Βλάσση Γαβριηλίδη το 1896,με τίτλο "Ο Ξεπεσμένος δερβίσης",αφηγείται:
Είναι νύχτα προχωρημένη.Στη γειτονιά του Θησείου περιπλανιέται ανέστιος ένας ξεπεσμένος Δερβίσης.Διωγμένος από το καφενείο,αναζητεί κάποια θαλπωρή στο βάθος της φρεσκοσκαμμένης σήραγγας του τραίνου.
(...)Παρήλθεν ώρα.Ό κλήτωρ,όστις έπεριπάτει έκεί τριγύρω, έσκέπτετο τί να είχε γίνει ο Δερβίσης,τον οποίον ειχεν ιδεί να καταβαίνη εις την σήραγγα.Πού να είναι;Εις την έρώτησιν αυτήν,την άφωνον απήντησε φωνή,ήχος,μέλος γλυκύ.Ό ξένος μουσουλμάνος είχε παγώσει εκεί όπου έκάθητο κ'ενύσταζε.Δια να ζεσταθή,έβγαλε το νάϊ του καί ήρχισε να παίζη τον τυχόντα ήχον,όστις του ήλθε κατ'έπιφοράν εις την μνήμην.Νάϊ,νάϊ,γλυκύ.Νάζι-κατά εν ζήτα έλαττούται.Αύρα,ουρανός,άσμα γλυκερόν,μελιχρόν, αβρόν,μεθυστικόν.Νάϊ,νάϊ.Κατά δύο κοκκίδας,διαφέρει δια να είναι το Ναί,όπου είπεν ο Χριστός.Το Ναί το ήμερον,το ταπεινόν,το πράον,το Ναί το φιλάνθρωπον.
Κρατώντας τις μετοχές απ΄το ρήμα,για να δείξει μόνο την κίνηση,συνεχίζει ο Παπαδιαμάντης:
Κάτω εις το βάθος,εις τον λάκκον,εις το βάραθρον,ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα,φωνή εκ βαθέων άναβαίνουσα,ως μύρον,ως άχνη,ως ατμός,θρήνος,πάθος,μελωδία,ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής,αίρομένη,μετάρσιος,πραεΐα,μειλιχία,άδολος,ψίθυ ρος,λιγεΐα,άναρριχωμένη εις τάς ριπάς,χορδίζουσα τους αέρας,χαιρετί ζουσα το αχανές,ίκετεύουσα το άπειρον,παιδική,άκακος, έλισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης,μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την έπάνοδον του έαρος.Τα βαρέα τείχη καί οί ογκώ δεις κίονες του Θησείου,η στέγη η μεγαλοβριθής,δεν έξεπλάγησαν προς την φωνήν,προς το μέλος έκείνο.Την ένθυμούντο,την άνεγνώρι ζον.Καί άλλοτε την ειχον ακούσει.Καί εις τους αιώνας της δουλείας καί εις τους χρόνους της ακμής.Ή μουσική εκείνη δεν ήτο τόσον βάρ βαρος, όσον υποτίθεται οτι είναι τα ασιατικά φύλα.Είχε στενήν συγ γένειαν με τάς αρχαίας αρμονίας,τάς φρυγιστί καί λυδιστί.
Ωστόσο,ο Εύνομος ο εμός,άδει ού Φρύγιον,ή Λύδιον,ή Δώριον, αλλά της Καινής αρμονίας τον αΐδιον νόμον(...)το γλυκύ και αληθινόν φάρμακον πειθούς εγκέκραται τω άσματι,κατά τον Προτρεπτικόν πρός΄Ελληνας,του Κλήμεντος του Αλεξανδρέα.
Γράφει ο επιμελητής των απάντων του Παπαδιαμάντη:
΄Ας μην παραλείψει το προσωπικό κάποιου νη­σιωτικού νοσοκο μείου μας να περιλάβει στίς αναγνώσεις του τις ιαματικές παρα γράφους του "Ξεπεσμένου δερβίση".

***
Και οχι μόνο η ανάγνωση αλλά και η ακρόαση της μουσικής που,οπως εχει επισημανθεί,απο πολύ παλαιά,"γιατροπορεύει ή "καθαρίζει"και τους φοβητικούς,και τους ελεήμονες και όλους τους ανθρώπους.
Στα Πολιτικά και στην Ποιητική του Αριστοτέλη,ο δι΄αμαρτίαν τινά τραγικώς πάσχων,οιον Οιδίπους,Ορέστης κλ.π.,προκαλεί,δι ελέου και φόβου κάθαρση,ως ψυχικο-καθαρτικό φάρμακο,ιδιαίτερα η μουσική,διότι το σώμα δια της ιατρικής ενω η ψυχή δια της μουσικής,καθαίρονται.(Εδω η μουσική στην υπηρεσία της παιδείας-κάθαρση-οχι στην παιδεία-μάθηση).
Και οι ιερές μελωδίες,που ξεσηκώνουν την ψυχή απ'την ταραχή της ή τη συγκίνηση,σε μυστικό ή θρησκευτικό κόρδακα,για να καταλαγιάζουν,σαν να έκαναν θεραπεία,κατά τους Νόμους του Πλάτωνα.Και οι ψαλμωδίες της χριστιανικής πανηγύρεως,όπου ο άρχων πρωτοψάλτης,ειναι ο προεξάρχων του αρχαίου χορού.
***
Ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος λένε πως ειναι υπεύθυνος του εκτουρκισμού της εκκλησιαστικής μουσικής.Εχει τονισθεί σχετι κά:Στην κηδεία του τον συνόδευσαν και οι Δερβίσηδες,αφήνο ντας το νάϊ στην αγκαλιά του νεκρού,ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης.
Ολ'αυτά,τα,πρός μελέτην βέβαια,μουσικώς συναφή,δεν ειναι, άραγε,σήμερα μάλιστα,άκρως ενδιαφέροντα;
Δημοσιεύθηκε την 10η Οκτωβρίου 2003

***

Την 27.1.2004 δημοσιεύθηκε το ακόλουθο¨κείμενο:

Η ορατή και ακουστή μουσική


Του Ν. Δ. τριανταφυλλοπουλου
«Ηχογραφημένες σελίδες της Νεοελ­ληνικής Γραμματείας,
Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ο Ερωτας στα χιό­νια-
Ο ξεπεσμένος Δερβίσης». Δια­βάζουν οι ηθοποιοί
Ζαχαρίας Κα-ρούνης καΐ Νάπη Μπουζούρη, Μου­σική
Γιώργος Ε. Παπαδόκης, Εκδό­σειςaudiobooks
Αθήνα 2003, σελ 47 (με cd).

Τις προάλλες, λίγο μετά το Δωδεκάμετρο,τηλεφώνησε ένας φίλoς από μακριά και μου είπε να ανοίξω το ραδιόφωνο στο Τρίτο Πρόγραμμα,όπου η Σαπφώ Νοταρά διάβαζε Πα­παδιαμάντη.Πρόλαβα το τρίτο διή­γημα,το «Φώτα Ολόφωτα».Το ά­κουγα όρθιος, συνεχώε δακρυόεν γελών.Θυμήθηκα ότι το διάβασα κι εγώ πρόπερσι σε μια γυμνασιακή τάξη κοντινής κωμόπολης και συλλογίστηκα πόσο καλύτερα θα ήταν,αν τα παιδιά είχαν ακούσει τη Σαπ­φώ Νοταρά.Ακόμη και κάνα δυο που έβλεπα ότι ανησυχούσαν στα θρανία τους,θα είχαν κατά σειρηνευθεί.
...έπεσε χιών
Στο τέλος της ραδιοφωνικής εκπομπής πληροφορήθηκα ότι πριν από τα «Φώτα Ολόφωτα» είχαν δια­βαστεί «Ο έρωτας στα χιόνια» και «Το μυρολόγι της φώκιας». Αναπόφευκτα ο νους μου πήγε στο τέλος των «Αντιστίξεων» του Γιάννη Ευσταθιάδη στην «Καθημερινή» της πρώτης Κυριακής του νέου έτους (4/1/2004).Ο τίτλος ήταν «Des pas sur la neige» και οι δύο τελευταίες παράγραφοι έλεγαν:
«Ομως-τι ειρωνεία!-η μεγαλύ­τερη μουσική των ημερών δεν α­κούγεται,αλλά σαν λευκή μεταφο­ρά διαβάζεται με τΐς λέξεις του Πα­παδιαμάντη,στην καταπληκτική παράγραφο από τον ΄Ερωτα στα χιόνια":
"Κ'επάνω είς την χιόνα έπεσε χιών.Καΐ η χιών έγινε σινδών,σάβανον.Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος κ'εκοι-μήθη υπό την χιόνα,δια να μη παρασταθή,γυμνός και τετραχηλι-σμένοε,αυτός καΐ η ζωή του καΐ αι πράξεις του,ενώ­πιον του Κριτού,του Παλαιού Ημε­ρών,του Τρισάγιου"».
Φωνή εκ βαθέων
Τέτοια μουσική στα χιόνια καΐ πώς γίνεται να πάψουμε να την α­κούμε;Δεν γίνεται.Θα την ενωτιζόμαστε καΐ στις καταφορές του χιονιού καΐ στις εύδιες μέρες.Οπως δα καΐ την εφάμιλλή της από τον «ξεπεσμένο Δερβίση»:
«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον,εις το βάραθρον,ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα,φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα,ως μύρον,ως άχνη,ως ατμός,θρήνος, πάθος,μελωδία,ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος,πραεία,μειλιχία,άδολος,ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς,χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές,ικετεύουσα το άπειρον,παιδική,άκακος, ελισσομένη,φωνή παρθέ νου μοιρολογούσης,μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου,λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος».
Δύσκολες λέξεις
Τι να αρθρώσει ύ­στερα από αυτά ο συντάκτης αυτού του σημειώ ματος;Δεν του μένει παρά με στεγνή γλώσσα να πει ότι ο δίσκος καΐ το νοστιμότατο βιβλίο των εκδόσεων Αudio-books,με ωραία τυπωμένο το κείμενο των δύο διηγημάτων-οι δύσκολες λέξεις καΐ φράσεις ερμηνεύο νται,φιλόκαλλα τυπωμένες κι αυτές, «εν τη ώα»-κοσμημένο με φωτο γραφίες του Παπαδιαμάντη,της Σκιάθου και της Αθήνας.(«Ο ξεπεσμέ νος Δερβίσηε» ανήκει στα «αθηναϊκά» του Παπαδιαμάντη),μας δίνουν τη δυνατότητα,στις καλές ή στις δύσκολες ώρες,να παρηγοριόμαστε με την ορατή και ακουστή μουσική του «Ερωτα στα χιόνια» και του «Ξεπεσμένου Δερβίση».

« Καθημερινή» 27.1.2004


Το υψηλό και το ασήμαντο στην Τέχνη

Του Ματθαίου Χ.Ανδρεάδη


Μια αναμφισβήτητη αρχή,πού ισχύει πάντοτε στην Τέχνη,ειναι οτι το καλλιτεχνικό δημιούργημα,γενικά,είτε αφορά στη σμίλη,το πινέλλο,την πέννα καί τους ήχους,είτε στον κινηματογράφο καί στην τηλεόραση γενικά, ανταποκρίνεται στους κανόνες της Τέχνης κι' έχει αίσθητική άξία όταν,χωρίς αυτό να υπακούει αποκλειστικά σε οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς ή έστω καί σε ηθικούς (ούτε,βέβαια,σε ιδεολογικούς καί προπαγανδιστικούς) σκοπούς προκαλεί(με τα δικά του μέσα,δηλαδή με την πληρότητα στο έσωτερικό του σύνολο,τον ρυθμό άλλα καί τη συμμετρία στην ίσορρόπηση της δομής του) την άναγκαία έκείνη μυστική γοητεία αισθητικής ΄Ομορφιάς,που οδηγεί σε μιά,οιονεί, ακτινοβόλα έξύψωση του νου καί της καρδιάς,και εκείθεν στην κάθαρση των αισθήσεων.
Μπροστά σ'ένα τέτοιο έπίτευγμα Τέχνης,ό φιλότεχνος και μουσοτραφής με τις δικές του (συνεχώς καλλιεργούμενες ψυχικές και πνευματικές) δυνάμεις, τό μόνο που πράττει ειναι να κρατάει μία στάση σιωπής ή οποία συνιστά έτσι αυτή του την επιθυμητή αισθητική άπόλαυση.
Ειναι,λοιπόν,ένα αληθινό έργο Τέχνης,ως καθαρό καλλιτεχνικό επίτευγμα αυτο που δεν προκαλεί (εκτός των άλλων) οποιαδήποτε ψυχικοπνευματική έπιθυμία αποκτήσεως αυτου που εν πρώτοις, παρουσιάζει και προβάλλει.Γιατί αν συνέβαινε αυτό,
α) θ'αποτελούσε υποβιβασμό της αίσθητικής άπολαύσεως σε αίσθηματική ή αίσθησιακή δράση για έκπλήρωση της επιθυμίας του φιλότεχνου,και κάτι τέτοιο θά ερχόταν σε αντίθεση πρός τις βασικές απαιτήσεις κάθε έργου άληθινής Τέχνης,δηλαδή στην πληρότητα,την άρμονία καί την αίσθητική ακτινοβολία.Και
β) με τον τρόπο αυτόν,δεν θα εκπληρώνεται ουσιαστικά ό σκοπός της δημιουργίας του αληθινού καλλιτέχνη,ό οποίος,μολονότι επι διώκει να συλλάβει με τα μέσα πού χρησιμοποιεί καί ν' αποκαλύψει την πραγματικότητά του με το έργο του,μέσω της δικής του αίσθαντικότητος και συναισθηματικής εμπειρίας,δεν αρκείται απλώς στη έκδήλωση,με το έργο του,της εμπειρίας του αυτής ως ανεπεξέρ γαστου υλικού,άλλ'αποβλέπει στην κυριαρχία της διανοητικής δυνάμεως έπάνω του,ακριβώς για να υπηρετηθούν αποκλειστικά καί μόνο αισθητικοί και όχι άλλοι έπιθυμητοί σκοποί.΄Ωστε,ή Τέχνη,δεν μπορεί να διεγείρει με τα έργα της,την έπιθυμία για το αντικείμενό της,ή ακόμη να προκαλεί την άπέχθεια ή γενικά τον φόβο στο θιασώτη της, μολονότι,σήμερα ιδιαίτερα,έχει γενικευθεί το φαινόμε νο αυτό,άφού κάθε δημιούργημα τοιούτου είδους,αυτοδιαφημιζό μενο μάλιστα ή διαφημιζόμενο,με τίς σύγχρονες μεθόδους της αγο ράς,επιδιώκει την πρόκληση της επιθυμίας αποκτήσεώς του. (O Πλάτων θάλεγε της μιμήσεως-και γι' αυτό πιθανόν εξόρισε απ΄την «Πολιτεία» αυτόν τον κατασκευαστή-Ποιητή-μιμητή).
Κάτω απ' το φως των αρχών αυτών το ερώτημα,κάθε φορά,αν πρόκειται για έργο αληθινής Τέχνης ή για διάσημη ασημαντότητα ή (σήμερα ευρύτερα)περι πορνογραφίας,βρίσκει εύκολα απάντηση.
Ωστόσο,ο σύγχρονος 'Ελληνικός κινηματογράφος,η εγχώρια λογοτεχνία και τα ΜΜΕ (και οχι μόνο),για να περιορισθούμε στά καθ'ημάς,έχουν κατακλυσθεί απο ασήμαντα ή ευτελή καλλιτεχνικά έργα και από πορνογραφικού χαρακτήρος «δημιουργήματα» (τα πιο πολλά,δαπάναις του Ελληνικού λαού).Τα «καλλιτεχνικά» αυτά έργα,δεν υπάρχει αμφιβολία,με τον τρόπο που εκτίθενται(και προ βάλλονται,προ παντός,στα μέσα μαζικής ενημερώσεως) προκα λούν,εκτός των άλλων αντιδράσεων,έντονη την έπιθυμία αποκτή σεως καί συμμορφώσεως των αμαθών «φιλοτέχνων» με τη σύ στοιχη δράση τους στο «παραδειγματικό» αντικείμενο των «έργων» αυτών μιμητικά,οπως συμβαίνει σε κατώτερα ζωϊκά ένστικτα.
΄Ετσι ομως αγνοείται ο κανόνας,ότι ή Τέχνη η οποία διεγείρει την επιθυμία αποκτήσεως αυτού που εικονίζεται ή περιγράφεται,με οποιοδήποτε τρόπο,σ'ένα δημιούργημα, είναι αίσθητικά ασήμαντη και δεν μπορεί να καταταχθεί στην «πολιτιστική κληρονομία ή στη δημιουργία της άνθρωπότητος.»
Και βέβαια,τέτοια έργα «Τέχνης»,δεν μπορούν να ωθούν στην κατάσταση της αισθητικής ένατενίσεως και της γνήσιας άπολαύσεως,εκει δηλαδή,όπου «ό νους αρπάζεται και υψώνεται πάνω από την επιθυμία καί την απέχθεια»,όπως θάλεγε κάποιος σύγχρονος,πραγματικός μύστης της Τέχνης.
Και δεν προωθούν την καλλιέργεια καί,γενικώτερα,τη βαθειά παιδεία,που εδω ειναι κατ΄'εξοχήν αναγκαία.΄Οσοι λοιπόν καλλι τέχνες δεν μπορούν νά πετύχουν κάποια μεταμόρφωση στη συνείδησή τους,με το δρόμο οίονεί ενός μυστικού,δεν μπορούν, ταυτόχρονα,ν' ανοίξουν τίς πύλες του Ναού της Τέχνης και να εισέλθουν σ'αυτόν,ούτε να συμβάλλουν μέ όποιοδήποτε τρόπο, στην άνύψωση της στάθμης του πολιτιστικού επιπέδου του λαού.

Δημοσιεύθηκε την 19.12.2003

***

΄Ασεμνο και και Τέχνη
Του Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη

Στη χώρα μας,απ΄ το 1982 έχει και νομοθετικά καθορισθεί οτι ένα έργο και αν είναι άσεμνο, θεωρείται έργο Τέχνης για όλους και επιτρέπεται όχι μόνο να κυκλοφορεί, αλλά και να διαδίδεται ελεύθερα και να χρησιμεύει για «σπουδή» και των ανηλίκων, όταν αυτό «ανήκει στην πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητας ή συμβάλλει στην προώθηση της ανθρώπινης γνώσης".
Το γενικό πνεύμα της έρμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων αυτών που ισχύουν έκτοτε, προκειμένου περί ασέμνου ή πορνογραφήματος, αποκλείει πια, την προσφυγή σε υπερκείμενες ήθικές τάξεις όπως στις συναφείς αρχές περί ηθικής και αιδούς, της θρησκείας και δη του Χριστιανισμού καθώς και του Ελληνικού κλασικού πολιτισμού και όταν ακόμη προσβάλλεται, καταφανώς, η δημοσία αιδώς, όταν δηλαδή, με την κυκλοφορία και την δημόσια έκθεση των ασέμνων και των πορνογραφημάτων, μπορεί να προκληθεί στους άλλους και μάλιστα στους πολλούς, το δυσάρεστο αίσθημα της αηδίας και η αποστροφή προς τη γενετήσια αποκάλυψη, που προσφέρει το λεγόμενο "έργο" τέχνης, παρά τις θεμελιώδεις αρχές και συναφείς πεποιθήσεις των πολλών.
Και ο αποκλεισμός αυτός της ηθικής τάξεως απ΄την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς το εκάστοτε, «έργο»,δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα, ότι η προσφυγή στις καθιερωμένες αυτές, ήθικές, κυρίως, αρχές, θα περιόριζε το αντικείμενο περί ασέμνων και πορνογραφημάτων στο γυμνό,μόνο,σώμα της κλασικής γλυπτικής και ζωγραφικής, που αποτελεί, άλλωστε, την κορυφαία έκφραση της Τέχνης (διότι το καλλιτεχνικά Ωραίο ποτέ δεν προσβάλλει το αίσθημα της αιδούς), αλλά και επειδή, με αυτόν τον αποκλεισμό, θα καθοριζόταν το κριτήριο περί ασέμνου, σύμφωνα με την κρατούσα στη συνείδηση του λαού ηθική και κοσμοθεωρητική βάση που αποδοκιμάζει τέτοιες παραστάσεις, δηλαδή από φιλελεύθερες, ηθικές και θρησκευτικές αρχές και κρίσεις, οι οποίες δεν θεωρούνται ασφαλείς, γι΄αυτό και έξοβελιστέες...
Η εξαίρεση νεώτερων και συγχρόνων «έργων» και η μη υπαγωγή τους στην κοινά αποδεκτή έννοια του ασέμνου και του καλυμμένου πορνογραφήματος, έγινε για να θεωρη θούν ως ανήκοντα στη δικαιοδοσία της Τέχνης και «δημιουργήματα», όχι βεβαίως μόνο χαρακτηριζόμενα ως άσχημα, δύσμορφα και άμορφα, διεκδικούντα, άλλωστε, δικαιώματα στην αληθινή καλλιτεχνική δημιουργία, ούτε μόνο τα «έργα» του Σαντ, του Χένρυ Μύλλερ, του Ντ. Λώρενς (πέραν του Βοκκακίου και του Άρετίνου), αλλά και όμοια «δημιουργήματα» πολλών συγχρόνων και νεωτέρων,που μπορεί να είναι ατάλαντοι, έχουν όμως έχουν το προσόν, ότι ανήκουν, ουσιαστικά ερμηνευόμενης της σχετικής διατάξεως του άρθρου 3 του ν. 1.291)1982, στη λεγόμενη "προοδευτική τέχνη», εγχώρια ή ξένη, ακόμη και τερατουργήματα κατά την κοινή αντίληψη, που προσβάλλουν την δημοσίου αιδώ και τα οποία, όμως, κατά την «προο δευτική» άποψη για την Τέχνη, ανήκουν στην «πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητος».
Έτσι, με έωλα, πλην ίδεολογικά φορτισμένα επιχειρήματα απ΄την κρατούσα «κουλτούρα», αναμφισβήτητα, μπορούν να υπαχθούν στην εξαίρεση για το άσεμνο και «έργα» που αφορούν στην ικανοποίηση του γενετήσιου ενστίκτου και στην πρόκληση ερωτικών παραστάσεων και επιθυμιών, ικανών να μειώσουν ή αποδυναμώσουν το αίσθημα της γενετήσιας εγκράτειας και επομένως να ευνοήσουν την επικράτηση της ανηθικότητος, της σαδιστικής βίας, της παιδοφιλίας κ.λπ. Το πού μπορούν να οδηγήσουν τα ρευστά και σκόπιμα αόριστα αυτά κριτήρια περί «προοδευτικής» τέχνης και «πολιτιστικής δημιουργίας της ανθρωπότητος», είναι καταφανές. Και βέβαια, είναι πρόδηλο, ότι με τον τρόπο αυτόν, επέρχεται έμμεση, πλην σαφής παραβίαση των συνταγματικών και του κοινού νόμου διατάξεων, περί προστασίας των νέων από τη δημοσιότητα έργων, που καταλήγουν στην εξαχρείωση του κοινωνικού βίου και σε ροπή της νεολαίας προς την εμπεδούμενη ανηθικότητα και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Γαι την «περιστολή» του κακού, η κρατούσα περί «προοδευτικής κουλτούρας» θεωρία, υποστηρίζει, ότι ένα έργο κρίνεται οτι ανήκει στη λεγόμενη «πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητος» κ.λπ., όχι από την σκοπιά και των δια θέσεων που υποκειμενικά έχει θέσει ο δημιουργός του «έργου» αυτού αλλά, κατά περίπτωση, αντικειμενικά... Αλλά και με το «αντικειμενικό» αυτό κριτήριο, δεν εξασφαλίζεται η παρεμπόδιση κυκλοφορίας και διαδόσεως κάθε είδους «έργου», τέτοιου επιπέδου και η περαιτέρω πρόκληση του κακού.
Μετά απ΄ όλα αυτά, γεννιέται το ερώτημα: Πού μπορεί να καταταχθεί ο Νεοέλληνας εκείνος τεχνοκριτικός, ο όποίος εμφανιζόμενος ενώπιον του δικαστηρίου, για να παράσχη τα «φώτα» του ως «ειδικός» θα αποφαινόταν, με περισπούδαστο ύφος, ότι «κανείς δεν μπορεί να καθορίσει τη διαχωριστική γραμμή» μεταξύ Τέχνης και πορνογραφήματος; Η αδυναμία καθορισμού της διαχωριστικής αυτής γραμμής, βέβαια, δεν τιμά την κριτική ικανότητα εκείνων, που εμφανίζονται στον Ελληνικό χώρο ως «επαΐοντες», αφού όχι μόνο δεν βοηθούν, ασφαλώς, στην ουσιαστική καταπολέμηση της πνευματικής καχεξίας ααπ΄την οποία μαστίζονται τα πράγματα του τόπου μας, αλλά διευκολύνουν, έτσι, τους, όχι λίγους, πλην αμαθείς, άσχετους ή ημιμαθείς εκείνους, οι όποιοι παρουσιάζονται ως «οδηγοί» του λαού. Και αυτοί οι τελευταίοι, κατά το πλείστον ανήκουν, όπως είναι γνωστό, στη «φωταδιστική κουλτούρα» της, κάθε φύσεως Αριστεράς, που «καλά κρατεί» στον Ελληνικό χώρο, εμφανιζόμενοι ως «μύστες» της Τέχνης και «αγωνιστές της απελευθέρωσης»,αφού προσπαθούν να προβάλουν και επιβάλουν ακόμη περισσότερο, ο,τι χείριστο» προέρχεται απ΄την εγχώρια και αλλοδαπή «προοδευτική» και «νεωτερική» χυδαιότητα, ως δήθεν άνηκον «στην πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητος», ενώ πρόκειται, συνήθως, απλούστατα, για καθαρό υποπροϊόν του Πνεύματος και της αληθινής Τέχνης, το οποίο δεν έχει καμμία σχέση με τον εν γένει πολιτισμό.
Εν πάση περιπτώσει, η εκδηλούμενη αυτή αδυναμία του εν λόγω τεχνοκρίτη και άλλων πολλών ομοτέχνων του να καθορίσουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Τέχνης και πορνογραφίας, αποτελεί συγκεκριμένη, ουσιαστικά, υποστήριξη κάθε πορνογραφήματος, δοθέντος, ότι η αμφιβολία περί αυτού, αποβαίνει, τελικά υπέρ ένος τέτοιου «έργου».
'Ολ΄αυτά τα φαινόμενα, σε τελευταία ανάλυση, οδηγούν στην κατάργηση ή διαστρέβλωση των ασφαλών κριτηρίων αξιολογήσεως των δημιουργημάτων της Τέχνης και του Πνεύματος και στον υποβιβασμό του πολιτιστικού επιπέδου του λαού.
Ανάγκη, λοιπόν, να επανακαθορισθούν, έστω πολύ συνοπτικά, τα κριτήρια αυτά περί Τέχνης.
Είναι αναμφισβήτητη η αρχή, που κρατεί πάντοτε, ότι ένα έργο, είτε αφορά στη σμίλη, τον χρωστήρα, τη γραφίδα και τους ήχους, είτε στον κινηματογράφο και τώρα στην τηλεόραση, αλλά και κάθε δημιούργημα,γενικά, όλων εκείνων που υπηρετούν το Πνεύμα και την Τέχνη, ανταποκρίνεται στους κανόνες της Τέχνης και έχει αισθητική αξία, όταν, χωρίς να υπακούει μόνο σε οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς ή έστω και σε ηθικούς (ούτε, βέβαια,σε ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς) σκοπούς, παρουσιάζει πληρότητα στο εσωτερικό του σύνολο, ρυθμό και συμμετρία στην ισορρόπηση της δομής του που, δημιουργεί, ως εκ τούτου, μία,οιονεί, ακτινοβόλα εξύψωση του νου και της καρδιάς, αλλά και κάθαρση των αισθήσεων, πράγμα το οποίο προκαλεί την αναγκαία εκείνη μυστική γοητεία της αισθητικής Ὀμορφιάς.
Αν,λοιπόν, το επίτευγμα αυτό της Τέχνης, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αυτά προσόντα, ο φιλότεχνος γενικά, θα μπορεί, αναπτύσσοντας τις δικές του ψυχικές δυνάμεις, ν' αποκτήσει μία σιωπηλή στάση απέναντι στο δημιούργημα αυτό, η οποία στάση του, είναι, τελικά, αυτή αύτη η επιθυ μητή αισθητική απόλαυση. Με βάση τους ισχύοντες αυτούς κανόνες αισθητικής, ένα έργο Τέχνης, δεν μπορεί ειδικώτερα, να προκαλεί, πέρα των άλλων,την επιθυμία για το αντικείμενο που εκφράζεται και προβάλλεται μέσα από αυτό, το οποίο έχει, άλλωστε, χαρακτήρα καθαρού καλλιτεχνικού επιτεύγματος. Και τούτο, όχι μόνο επειδή ο υποβιβασμός της αισθητικής απολαύσεως σε αισθηματική ή αισθησιακή δράση για εκπλήρωση της επιθυμίας του φιλότεχνου, αντιτίθεται στις βασικές απαιτήσεις κάθε έργου άληθινής Τέχνης, δηλαδή στην πληρότητα, την αρμονία και την αισθητική ακτινοβολία, αλλά και γιατί δεν πληρούται, ουσιαστικά με τον τρόπο αυτόν, ο σκοπός της δημιουργίας του αληθινού καλλιτέχνη, ο όποιος, μολονότι επιδιώκει να συλλάβει, με τα μέσα που χρησιμοποιεί και ν' αποκαλύψει την πραγματικότητά του με το έργο του, μέσω της δικής του αισθαντικότητος και συναισθηματικής εμπειρίας, δεν αρκείται απλώς στην εκδήλωση, με το έργο του, της εμπειρίας του αυτής ως ανεπεξέργαστο υλικό, άλλ' αποβλέπει στην κυριαρχία της διανοητικής δυνάμεως πάνω σ΄αυτό, ακριβώς για να υπηρετηθούν, αποκλειστικά και μόνο αισθητικοί και όχι άλλοι επιθυμητικοί σκοποί.
Ώστε, η Τέχνη, δεν μπορεί να διεγείρει, με τα έργα της, την επιθυμία για το αντικείμενό της, ή ακόμη να προκαλεί την απέχθεια ή γενικά το φόβο στον θιασώτη της, μολονότι, σήμερα ιδιαίτερα, έχει γενικευθεί το φαινόμενο αυτό, αφού κάθε δημιούργημα τέτοιου είδους, μάλιστα αυτοδιαφημιζόμενο ή διαφημιζόμενο, με τις σύγχρονες μεθόδους της αγοράς, επιδιώκει την πρόκληση της επιθυμίας αποκτήσεώς του.(O Πλάτων θα έλεγε τη μιμήσεως).Τα παραδείγματα εν προκειμένω είναι άπειρα, ιδιαίτερα απ΄τη «δημιουργία» του σημερινού Ελληνικού κινηματογράφου ή της λογοτεχνίας, για να περιορισθούμε στα καθ' ημάς.
Τα σύγχρονα πορνογραφήματα, γενικά, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι μπορούν, προ παντός σε ανύποπτους νέους, στους οποίους προβάλλονται και εκτίθενται απ΄τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, ιδιαίτερα, να προκαλέσουν έντονη την επιθυμία για την απόκτησή τους και προ παντός τη συμμόρφωσή τους, με την σύστοιχη δράση τους προς το «παραδειγματικό» αντικείμενον των «έργων» αυτών, κατά μιμητικό τρόπο, όπως στα κατώτερα ζωϊκά ένστικτα.
Έτσι,τίθεται πάλι, το ερώτημα : Γιατί δεν μπορεί να καθορισθεί η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Τέχνης και πορνογραφίας; Γιατί αγνοείται ο κανόνας, ότι η Τέχνη, η οποία διεγείρει την επιθυμία αποκτήσεως αυτού που εικονίζεται ή περιγράφεται, με οποιονδήποτε τρόπο, σ΄ ένα δημιούργημα, είναι αισθητικά ασήμαντη, και συνεπώς αδύνατο να καταταχθεί στην «πολιτιστική δημιουργία της ανθρωπότητος;»
Και ακόμη, γιατί δεν αναπτύσσεται και δεν προβάλλεται στο λαό και προ παντός στους νέους, ότι τα μεγάλα έργα της αληθινής Τέχνης, τα οποία άκούει, βλέπει ή διαβάζει ο φιλότεχνος, δεν μπορούν να τον οδηγήσουν στην εκπλήρωση της επιθυμίας,που εκ πρώτης όψεως,προκαλεί το αντικείμενο του συγκεκριμένου έργου, αλλ' αντίθετα, τον ωθούν στην κατάσταση της αισθητικής ενατενίσεως και της γνήσιας απολαύσεως, γιατί «ο νους του αρπάζεται και υψώνεται πάνω από την επιθυμία και την απέχθεια», όπως έχει γράψει κάποιος σύγχρονος, αληθής μύστης της Τέχνης ;
Βέβαια, αυτό είναι έργο καλλιέργειας και, γενικώτερα, βαθειάς παιδείας. Ὅσοι, καλλιτέχνες λοιπόν, δεν μπορούν να πετύχουν κάποια μεταμόρφωση στη συνείδησή τους,με το δρόμο,οιονεί ενός μυστικού,δεν θα μπορέσουν, ταυτόχρονα, ν΄ ανοίξουν τις πύλες του Ναού της Τέχνης και να μπουν σ΄αυτόν, ούτε να συμβάλουν καθ' οιονδήποτε τρόπο,στην ανύψωση της στάθμης του πολιτιστικού επιπέδου του λαού.
Δημοσιεύθηκε την 23२३.१२.।3।1994 την